μπίζνες

μπίζνες
οι
επιχειρήσεις, εμπορικές δοσοληψίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. business «εργασία, ασχολία»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σόου-μπίζνες — οι, Ν άκλ. (ξεν. λ.) επιχειρήσεις θεάματος, ιδίως ο κόσμος τών θεατρικών επιχειρήσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. show business] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τηλεόραση — ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ Ήταν Απρίλιος του 1966 όταν από το χώρο που είχε διαθέσει ο ΟΤΕ στο τότε ΕΙΡ (Ελληνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας) έγινε η πρώτη εκπομπή τηλεοπτικού προγράμματος. Ήταν το πρώτο τηλεοπτικό δελτίο ειδήσεων. Με καθυστέρηση μιας τουλάχιστον… …   Dictionary of Greek

  • Λογοθέτης, Ηλίας — (Λευκάδα 1940 –). Ηθοποιός. Σπούδασε στη σχολή Θεάτρου Τέχνης του Καρόλου Κουν, με τον οποίο έκανε τα πρώτα του βήματα στη σκηνή, ερμηνεύοντας στην αρχή έργα κλασικού ρεπερτορίου. Αργότερα, στο πλαίσιο της ενασχόλησής του με το ελεύθερο θέατρο,… …   Dictionary of Greek

  • Φινλανδία — H Φινλανδία, που οι Φινλανδοί την αποκαλούν «Σουόμι», απλώνεται στο βορειοδυτικό άκρο της μεγάλης ρωσικής πεδιάδας και προβάλλει με χίλια χιλιόμετρα παραλίας, στους κόλπους της Φινλανδίας (Φιννικός) και της Bοθνίας (Bοθνικός). Tα ηπειρωτικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”